Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κατά το βράδυ 3) (

  • 1 к

    к (ко ) 1) (о направлении) σε, για προς иди ко мне! έλα σ'εμένα! подойдём к ним (ας) πάμε κοντά τους 2) (о времени) κατά, προς; приходите к пяти часам ελάτε κατά τις πέντε; κ вечеру κατά το βράδυ 3) (по отношению к) προς, για любовь к родине η αγάπη προς την πατρίδα
    * * *
    = ко
    1) ( о направлении) σε, για; προς

    иди́ ко мне! — έλα σ'εμένα!

    2) ( о времени) κατά, προς

    приходи́те к пяти́ часа́м — ελάτε κατά τις πέντε

    к ве́черу — κατά το βράδυ

    3) ( по отношению к) προς, για

    любо́вь к ро́дине — η αγάπη προς την πατρίδα

    Русско-греческий словарь > к

  • 2 под

    под (подо ) 1) (ниже) κάτω από· \под столом κάτω από το τραπέζι 2) (вблизи) πλησίον κοντά σε· \под Москвой κοντά στη Μόσχα 3) (о времени) προς, κατά· \под вечер κατά το Βράδυ- \под конец στο τέλος·◇ \под мрамор σε μάρμαρο* \под аккомпанемент гитары με τη συνοδεία κιθάρας· \под влиянием κάτω από την επιρροή (или επίδραση)
    * * *
    1) ( ниже) κάτω από

    под столо́м — κάτω από το τραπέζι

    2) ( вблизи) πλησίον κοντά σε

    под Москво́й — κοντά στη Μόσχα

    3) ( о времени) προς, κατά

    под ве́чер — κατά το βράδυ

    под коне́ц — στο τέλος

    ••

    под мра́мор — σε μάρμαρο

    под аккомпанеме́нт гита́ры — με τη συνοδεία κιθάρας

    под влия́нием — κάτω από την επιρροή ( или επίδραση)

    Русско-греческий словарь > под

  • 3 к

    κ. ко (πρόθεση με δοτ. πτ.).
    1. (σημαίνει κατεύθυνση, κίνηση κατευθυντήρια)• προς, για, στον, στην, στο κ.τ.τ. иду к брату πηγαίνω στον αδερφό•

    приблизиться к реке πλησιάζω στο ποτάμι•

    обратитесь к директору απευθυνθήτε στο διευθυντή•

    воззвание ко всем трудящимся έκκληση προς όλους τους εργαζόμενους•

    зима подходит к концу ο χειμώνας κοντεύει να βγει.

    2. (για χρόνο)• κατά, περίπου, γύρω, κοντά•

    к утру больной почувствовал себя лучше κατά το πρωί ο άρρωστος αισθάνθηκε τον. εαυτό του καλύτερα•

    приходите к 9 часам ελάτε κατά τις 9 η ώρα•

    к вечеру κατά το βράδυ.

    3. (προορισμό, σκοπό) για, δια•

    подарок к дню рождения δώρο για τα γενέθλια•

    игрушки к ёлке παιγνίδια για το πρωτοχρονιάτικο δέντρο•

    принять, к сведению παίρνω υπ όψη•

    принять к исполнению παίρνω για εκτέλεση•

    запонка к воротнику κουμπί για γιακά.

    4. (για στερέωση, ένωση, πρόσθεση κλπ.) στον, στην, στο•

    приклеить к стене κολλώ στον τοίχο•

    к пяти прибавить три στο πέντε προσθέτω τρία.

    5. ως προς, σχετικά προς• προς•

    он расположен ко мне αυτός είναι καλοδιαθε-τημένος προς εμένα•

    любовь к детям αγάπ,η προς τα παιδιά.

    6. με•

    лицом к лицу πρόσωπο με πρόσωπο•

    носом к носу μύτη με μύτη•

    плечо к плечу ή плечом к плечу πλάτη με πλάτη (πλάι-πλάι ή μονιασμένα).

    7. (για κατηγορία, ομάδα, επάγγελμα κλπ.) στον, στην, στον απο•

    он принадлежит к крупным капиталистам αυτός είναι από τους μεγάλους καπιταλιστές.

    8. σε•

    к нам пришли гости (σε) μας ήρθαν μουσαφίρηδες.

    9. (παρότρυνση, τρόπο) προς, για•

    вперёд! к победе εμπρός! για τη νίκη.

    10. (για επικεφαλίδα) επί για, προς•

    к столетию А.С. Пушкина για τα εκατοντάχρονα του Α.Σ. Πούσκιν.

    11. (άλλες επί μέρους σημασίες)•

    к несчастью δυστυχώς•

    к счастью ευτυχώς•

    к сожалению προς λύπη (δυστυχώς)•

    к тому же επί πλέον, κι ακόμα•

    к лучшему προς το καλύτερο•

    к худшему προς το χειρότερο•

    к моему стыду για ντροπή μου•

    к моему удовлетворению προς ικανοποίηση μου.

    Большой русско-греческий словарь > к

  • 4 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

  • 5 к

    к
    предлог с дат. ἡ. ί. (куда-л., по направлению к...) σέ, προς:
    к югу προς νό-τον приближаться к до́му πλησιάζω στό σπίτι· зайти́ к врачу́ πηγαίνω στό γιατρό-обращаться к прису́тствующим ἀπευθύνομαι προς τους παριστάμενους·
    2. (вплотную κ) σέ, προς, κοντά:
    подойти́ к две-ри πλησιάζω στήν πόρτα1
    3. (при указании назначения) γιά, σέ:
    сухари́ к чаю παξιμάδια γιά τό τσάι·
    4. (при прикреплении, присоединении) σέ:
    приклеить что́-л. к чему́-л. κολλῶ κάτι πάνω σέ κάτι· к двум прибавить пять στά δύο προσθέτω πέντε· присоединиться к гуляющим πάω μαζί μ· αὐτούς πού κάνουν περίπατο· к тому́ же ἐπί πλέον, ἐκτος αὐτού·
    5. (по отношению κ) προς, γιά, σέ, μέ:
    любовь к детям ἡ ἀγάπη γιά τά παιδιά· ласковый ко всем γλυκομίλητος μέ ὀλους·
    6. (для) προς, γιά·
    7. (при обозначении срока) κατά, προς:
    к пяти́ часам κατά τίς πέντε ἡ ὠρα· к субботе προς τό Σάββατο· к вечеру κατά τό βράδυ· ◊ лицом к лицу́ πρόσωπο μέ πρόσωπο· плечом к плечу́ ὁ ἔνας κοντά στον ἄλλον к слову сказать μιά πού τό ἔφε-ρε ὁ λογος· к лучшему προς τό καλύτερο· к несчастью δυστυχώς· к счастью εὐτυχῶς· к сожалению δυστυχώς· к моему́ большому удовольствию προς μεγάλη μου εὐχαρίστηση.

    Русско-новогреческий словарь > к

  • 6 измученный

    επ. από μτχ.
    κατάκοπος, αποκαμωμένος, κατακουρασμένος•

    к вечеру возвращаюсь измученный работой κατά το βράδυ γυρίζω κατάκοπος από τη δουλειά.

    || μτφ. ταλαιπωρημένος, βασανισμένος•

    -ое лицо βασανισμένο πρόσωπο•

    измученный вид ταλαιπωρημένη όψη.

    Большой русско-греческий словарь > измученный

  • 7 поболеть

    ρ.σ.
    1. αρρωσταίνω, ασθενώ.
    2. ανησυχώ, φροντίζω, πονώ, ενδιαφέρομαι.
    -лит
    ρ.σ.
    πονώ (για ένα χρ. διάστημα)•

    голова -ла с утра, а к вечеру прошла το κεφάλι μου πόνεσε από το πρωί, όμως κατά το βράδυ μου πέρασε.

    Большой русско-греческий словарь > поболеть

  • 8 разъяснить

    -нит ρ. απρόσ. (απλ.) αιθριάζω, ξαστερώνω•

    к вечеру -ло κατά το βράδυ ξαστέρωσε.

    -ню -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разъяснённый, βρ:- -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    διασαφηνίζω, διευκρινίζω, διαλευκαίνω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω-
    επεξηγώ.
    διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > разъяснить

  • 9 глядеть

    -яду, -ядишь, επιρ. μτχ. глядя κ. λκ. ποίηση•

    глядючи, ρ.δ.

    1. βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, ορω, θεωρώ, θωρώ•

    глядеть не глядеться δε χορταίνω να κοιτάζω•

    пристально глядеть καρφώνω τα μάτια.

    2. προσέχω, επιβλέπω,παρακολουθώ, επιτηρώ•

    глядеть за детьми επιβλέπω τα παιδιά.

    (απλ.) κοιτάζω (προσπαθώ) να διακρίνω στο πλήθος.
    3. έχω θέα προς, βλέπω, κοιτάζω•

    окна -ят на двор τα παράθυρα είναι (βλέπουν)προς την αυλή.

    4. φαίνομαι•

    из-за туч -ла луна μέσα από τα σύννεφα πρόβαλε το φεγγάρι.

    5. δείχνω, φαντάζω, έχω θωριά.
    6. (προστκ.) -и(те) πρόσεχε, -έχετε (για κίνδυνο ή απειλή)•

    -щ не усни! κοίτα, μην αποκοιμηθείς!

    εκφρ.
    глядеть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    глядеть в гроб ή в могилу – είμαι εν όψει του μοιραίου, του τέλους, πεθαίνω οσονούπω, είμαι του θανατά•
    глядеть вон – κοιτάζω για φευγιό, για να το σκάσω•
    коса на кого – στραβοκοιτάζω κάποιον (δείχνω δυσαρέσκεια)•
    глядеть смерти (опасности, гибелиκ.τ.τ.) αντικρύζω το θάνατο, βλέπω το χάρο με τα μάτια•
    - я по кому-чему – ανάλογα (κατά) τον, το κ.τ.τ. -я по обстоятельствам ανάλογα με (κατά) τις περιστάσεις•
    по погоде -я – ανάλογα με (κατά) τον καιρό•
    на ночь -я – αργά το βράδυ, περασμένη η ώρα•
    того и -и – αυτό και να περιμένεις•
    не -ел бы на свет(божий) – δε σήκωνε κεφάλι από τη στενοχώρια•
    -я на... – κατά το παράδειγμα του...• подписать не -я υπογράφω με κλειστά τα μάτια (χωρίς να ελέγξω).
    κοιτάζομαι•

    глядеть на зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη•

    месяц -ится в речку το φεγγάρι φαίνεται στο ποταμάκι.

    Большой русско-греческий словарь > глядеть

  • 10 вечер

    вечер
    м
    1. τό βράδυ, τό ἐσπέρας, ἡ ἐσπέρα, τό δείλι:
    добрый \вечер! καλησπέρα!· под вечер τό δειλινό, κατά τό σούρουπό с \вечера ἀποβραδίς, ἀποσπερίς· по \вечерам τά βράδυα·
    2. (собрание) ἡ βραδιά, ἡ ἐσπερίδα [-ίς]:
    литературный (музыкальный) \вечер ἡ φιλολογική (ή μουσική) βραδιά· танцевальный \вечер ἡ χοροεσπερίδα· \вечер памяти кого́-л. βραδιά ἀφιερωμένη στή μνήμη κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > вечер

  • 11 утро

    у́тр||о
    с τό πρωί, ἡ πρωία:
    наступает \утро ξημέρωσε· в 9 часов \утроа στις ἐννιά τό πρωί· на следующее \утро τήν ἄλλη μέρα τό πρωί, τήν ἐπομένην πρωιαν с \утроа ἀπό τό πρωί· с самого \утроа ἀπό νωρίς τό πρωί· с раннего \утроа ἀπό πολύ πρωί· с \утроа до вечера ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδυ· до \утроа́ ῶς τό πρωί· к \утроу κατά τό πρωί· по \утроам τά πρωινά· ◊ с добрым \утроом!, доброе \утро! καλημέρα!· в одно прекрасное \утро μίαν ὠραίαν πρωΐαν \утро вечера мудренее погов. ἡ νύχτα εἶναι καλός σύμβουλος.

    Русско-новогреческий словарь > утро

  • 12 от

    κ. ото πρόθεση με γεν.
    1. (σημαίνει κίνηση από ένα σημείο• αφετηρία απομάκρυνση)• απο, εκ•

    путешествие началось от Афин το ταξίδι άρχισε από την Αθήνα•

    от Москвы до Ленинграда από τη Μόσχα ως το Λένινγκραντ•

    от частного к общему από το μερικό στο γενικό•

    от края до края απ άκρη σ άκρη•

    слеп от рождения τυφλός εκ γενετής (γενητάτος)•

    от еных лет από τα νεανικά χρόνια•

    он работает от утри до ночи αυτός εργάζεται από το πρωί ως το βράδυ•

    мороз от пяти до десяти градусов ψύχος από πέντε ως δέκα βαθμούς•

    от головы до пяток από το κεφάλι ως τις φτέρνες•

    имущество от отца περιουσία από τον πατέρα•

    от роду εκ γενετής•

    час от часу από ώρα σε ώρα•

    письмо от пятого марта επιστολή από τις πέντε του Μάρτη.

    2. (με σημ. αιτίας, αφορμής)• απο, εκ, λόγω, ένεκα•

    бледный от страха χλωμός από το φόβο•

    петь от -радости τραγουδώ από χαρά•

    заболеть от переутомления αρρωσταίνω από υπερκόπωση.

    3. κατά, ενάντια, για•

    средство от кашли φάρμακο για το βήχα•

    палка от собак ξύλο για τα σκυλιά.

    4. για• απο•

    футляр от очков θήκη για τα ματογυάλια•

    скорлупа от орехов καρυδότσουφλα•

    крышка от кастрюли καπάκι της κατσαρόλας.

    || (για σχέση, ιδιότητα κ.τ.τ.) απο•

    у не есть что-то от матери αυτή έχει κάτι από τη μάνα (σε κάτι μοιάζει).

    5. με, εκ, εξ, απο•

    от всей моей души μ όλη μου την ψυχή (ολόψυχα)•

    от всего сердца μ όλη μου την καρδιά.

    6. με• σε•

    день ото дня από μέρα σε μέρα, μέρα με τη μέρα•

    год от году χρόνο με το χρόνο• από χρόνο σε χρόνο•

    время от времени από καιρό σε καιρό.

    Большой русско-греческий словарь > от

  • 13 утро

    утра (с утра, до утра), утру (к утру, по утру), πλθ. утра, утр, утрам ουδ. το πρωί, το πρωινό, η πρωία•

    работать с -а до вечера δουλεύω από το πρωί ως το βράδυ•

    под -ом κοντά το πρωί•

    на следующее утро το άλλο πρωί•

    с самого -а από το πρωί•

    с раннего -а από νωρίς το πρωί•

    к -у κατά το πρωί.

    εκφρ.
    на утро – (επίρ.) το πρωί•
    с добрым -омκ. доброе καλημέρα (χαιρετισμός).

    Большой русско-греческий словарь > утро

См. также в других словарях:

  • βράδυ — το και βράδι και βραδί (Μ βράδυ και βραδίν) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση του ηλίου ως τον ερχομό της νύχτας, η περίοδος του λυκόφωτος νεοελλ. φρ. α) «πρωί βράδι» διαρκώς β) «άλλα λένε το βραδί κι άλλα κάνουν το ταχύ» ή «άλλα το πρωί κι άλλα …   Dictionary of Greek

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • βραδινός — και βραδυνός, ή, ό (Μ βραδινός, ή, όν) 1. ο σχετικός με το βράδυ, αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται κατά το βράδυ 2. το θηλ. ως ουσ. η βραδινή και βραδινιά (Μ βραδινή) το βράδυ 3. το ουδ. ως ουσ. το βραδινό το βράδυ …   Dictionary of Greek

  • οδική κυκλοφορία — Η κίνηση οχημάτων και πεζών στους διάφορους δρόμους, η οποία διέπεται από ορισμένους κανόνες, για την ασφαλέστερη και ταχύτερη διακίνηση. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, η κίνηση αυτή ρυθμίζεται από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • βραδιάτικα — επίρρ. κατά το βράδυ …   Dictionary of Greek

  • νυκταλωπία — η (ιατρ.), πάθηση των ματιών που επιτρέπει να βλέπει ο άρρωστος κατά το βράδυ και λιγότερο την ημέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»